Όταν η φαντασία μπλέκεται με την ανάμνηση στο μυαλό του εγγονού, ο παππούς ξαναζεί και τριγυρνά στα παλιά του λημέρια...
Ένα υπέροχο κείμενο του συμπατριώτη μου, Θανάση Απίστολα.Νύχτωσε. Καθισμένος ζ’ ντου λίθαρου ζ’ ντ’ αμπασιά, στ΄ αλών’ του μπαρμπ’ Αντρέα, ξεκίνησα το
ταξίδι μου στα λημέρια της θύμησης.
Ο μπαρμπ’ Αντρέας ο Μπουλούδας αδέρφι του παππού μου, παντρεύτηκε στον Αϊ-Θόδωρο.
Ύψος λίγο κάτω του μετρίου, πρόσωπο βαθιά χαρακωμένο, στρογγυλά γυαλάκια τύπου Τρότσκι και έμφυτα ευγενής.
Παλουγίνα η γυναίκα του, είχαν τρία αγόρια το Γιάννη, τον Κοσμά και τον Τάσο και δυό κορίτσια, την Αντωνία και την Κίτσα.
Μοιράσανε κατά πως φαίνεται τα πατρογονικά τους και του ‘λαχε το ντάμι.
Δουλειές, υποχρεώσεις, η απόσταση το εγκατέλειψε. Αγρίεψε ο τόπος, σαπίσανε οι πόρτες, έσπασε ο κορφιάς και βούλιαξε η στέγη. Καταφύγιο των νυχτερίδων και των ανέμων έγινε το ντάμι.
Φύτρωσε κι’ μια ν αγρουσκιά στον τοίχο μέσα στην πέτρα.
Που βρήκε νερό και χώμα να θραφεί, μυστήριο.
Τα γλύκαινε όμως νωρίς τα σύκα που κράταγε και καλοκαιρίζαμε πριν το δεκαπενταύγουστο.
Δεν τον ξέχναγε τον τόπο του ο μπαρμπ’ Αντρέας. Όταν η νοσταλγία θέριευε και δεν την κουμαντάριζε άλλο, κατέφθανε ποδαρόδρομο με λίγο ψωμοτύρι στον τρουβά, πάντα αργά τις νύχτες.
Δεν τον σκιάζανε οι νυχτερίδες και τα ξωτικά το μπαρμπ’ Αντρέα.
Καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι έπαιζε σκοπούς μελωδικούς και γλύκαινε την αγριάδα της νύχτας με την ποντιακή του λύρα.
Την έμαθε στ’Αϊβαλί δουλεύοντας στην τέχνη.
Βάθαινε το σκοτάδι, προχώρησε η νύχτα, χάθηκε το φεγγάρι μακριά, πίσω απ’ τα περήφανα βουνά.
Αχνοχαράζαν οι κορφογραμμές τους στην αστροφεγγιά.
Αμέτρητα τ’ άστέρια στον ουρανό, χανόσουν στο μέτρημα.
Κι’ από πάνω μας ένα νεφέλωμα ψηλά, πολύ ψηλά κάτι σαν πηχτή ομίχλη.
Ο Ιορδάνης ποταμός λέγαν’ οι παλιοί και σταυροκοπιούνταν, ο γαλαξίας μας η άκρη του, λέγαν οι νεότεροι περήφανοι για τις γνώσεις τους.
Τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
Οι ψυχές αυτών που φύγαν’ είναι.
Ακόμα και τώρα να πας είναι εκεί, τις καθαρές νύχτες τους βλέπεις.
Κάθονται εκεί ψηλά κι’ αγναντεύουν και φυλάν’ τον τόπο τους
Κάτι έχει πλησιάσει μέσ’ το σκοτάδι.
Ταράχτηκα.
Ο φόβος και ο τρόμος των χρόνων της ανεμελιάς, ο Πάρις και ο Έκτωρ τα δυό μαντρόσκυλα του Καβαλέρου κουλουριασμένα ζέσταιναν τα πόδια μου με το παχύ τους τρίχωμα.
Ψυχανεμίστηκαν φαίνεται το πήγαιν’ έλα μου στου δρόμους της φαντασίας κι’ αφήσαν τις παλληκαριές στην άκρη.
Χτυπήματα δυνατά μ’ επανάφεραν στην πραγματικότητα.
Ξημέρωνε.
Μεγάλος ο κατακόκκινος δίσκος βαθιά στον ορίζοντα, πέρα μακριά στην ανατολή έπιασε πάλι το μεροδούλι.
Φως και θερμότητα έδιναν και πάλι ζωή στα παγωμένα κορμιά μας.
Κατηφόρισα.
Τάκα-τούκου, τάκα-τούκου, ρυθμικά τα ματσακόνια κ’ οι ματρακάδες πελεκάγανε με μανία τις σιδερόπετρες, να πάρει η κάθε μια τη θέση που της έπρεπε στο καινούριο το ντάμι.
Κι’ ο γέρο πρίνος σκυφτός να τρέμει ακόμη από τ’ άγιάζι της νύχτας.
Πλησίασα. -Φεύγω του λέω.
-Όχι μείνε καλά ‘ναι ‘δώ μου απάντησε.
-Το ξέρω αλλά πρέπει. Έχεις άλλωστε συντροφιά τους άλλους που χτίζουν.
Τον αγκάλιασα, ακούμπησα το μάγουλο στο ρυτιδιασμένο του κορμί, ένοιωσα τη ζεστασιά του.
-Γεια σου λεβεντόπρινε του λέω να ‘σαι καλά ν’ αντέχεις.
Κουνήθηκ’ απ’ τη θέση του, έκανε να μ΄ακολουθήση, κουνήθηκαν και τ’ απλωμένα ρούχα στο σκοινί δεμένο στο κορμί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου